χερίον

χερίον
τὸ, ΜΑ
βλ. χέρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χέριον — small handle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέριον — τὸ, Μ βλ. χέρι …   Dictionary of Greek

  • χερίω — χέριον small handle neut nom/voc/acc dual χέριον small handle neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερίου — χέριον small handle neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερίων — χέριον small handle neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρια — χέριον small handle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • χερικός — ή, όν, ΜΑ [χέριον] αυτός που γίνεται με τα χέρια, χειρωνακτικός («χερικὴ ἐργασία», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • χεριφυρής — ές, Α ζυμωμένος με τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέριον + φυρής (< φύρω «αναμιγνύω»), πρβλ. μιλτο φυρής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”